- φαλίζει
- Α(κατά τον Ησύχ.) «θέλει».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θέλω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
желать — желаю, укр. желати, ст. слав. жлати, желѣти ἐπιθμεῖν, θέλειν, болг. желая, сербохорв. жѐљети, жѐли̑м, словен. želeti, želim, др. чеш. želeti, želeji жалеть , слвц. želet . Форма на ěti древнее, чем на ati; родственно греч. θέλω, ἐθέλω желаю ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
gʷhel- — gʷhel English meaning: to wish Deutsche Übersetzung: “wollen” Material: Gk. θέλω, ἐ θέλω (to prefix s. ē̆ , ŏ particle) “will, wũnsche”, changing through ablaut φαλίζει θέλει Hes.; ἐπιζάφελος “violent”; O.N. gildra f.; gildri n … Proto-Indo-European etymological dictionary